Λιγοψά - Ιστορία

Η Ιστορία της Λιγοψάς


Εισαγωγή

Το χωριό Λιγοψά όπως διέσωσε η παράδοση κατά τα Βυζαντινά χρόνια, βρισκόταν στην τοποθεσία Κέδρα με καθεδρικό ναό, το σημερινό εξωκλήσι "Θεοτόκος". 
Μαρτυρία πως το σημερινό εξωκλήσι ήταν κάποτε καθεδρικός ναός, ήταν παλιότερα το νεκροταφείο με τις ταφόπετρες που πολλές στέκονταν όρθιες (τα παλιά χρόνια τα νεκροταφεία συνήθιζαν να τα έχουν στους καθεδρικούς ναούς). Άλλη απόδειξη πως το σημερινό εξωκλήσι υπήρξε κάποτε καθεδρικός ναός είναι τα ίχνη που βρίσκονταν παλιότερα τόσο στο μπροστινό, όσο και στο πίσω μέρος του ναού.

Η παράδοση σε ότι αφορά τη μετατόπιση του χωριού διχάζεται όπως θα δούμε παρακάτω. Το πιο πιθανό σενάριο πάντως είναι ότι το σημερινό χωριό βρισκόταν κοντά στη Θεοτόκο και μάλιστα στην κοντινή περιοχή που λέγεται Κέδρα.

Παλιότερα η παραπάνω περιοχή είχε ίχνη από ορθογώνια κτίσματα και σε μικρή απ’ αυτά απόσταση κυκλικά σωριάσματα από ξερολιθιά, πράγμα που αποδείκνυε πως κάθε σπίτι είχε κοντά και το χειμάδι του, γιατί οι πρώτοι κάτοικοι ήταν ως επί το πλείστον γεωργοκτηνοτρόφοι. Σε ένα σημείο της πλαγιάς μάλιστα, υπήρχε κυκλικό κτίσμα ίσα με πενήντα πόντους με ογκόλιθους, και σε μικρή απόσταση κατάσπαρτοι πάλι ογκόλιθοι που με το πέρασμα του χρόνου εξαφανίστηκαν, λόγω του ότι η περιοχή δεν ξυλεύεται και δεν καλλιεργείται όπως τα χρόνια εκείνα. Τα ίχνη αυτά με το κυκλικό κτίσμα, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βυζαντινό φυλάκιο που αντίκριζε το καστρί της Χρυσόρραχης και το καστρί των Γαυρισιών που ήταν και εκείνα κυκλικά και έμοιαζαν με πύργους για να έχουν ορατότητα από όλες τις πλευρές και να είναι δύσκολα σε τυχόν πολιορκία, εύκολα όμως για άμυνα. Σήμερα η περιοχή έχει μεταβληθεί σε πολύ πυκνό λόγγο.

Στην τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται το εξωκλήσι Θεοτόκος ήταν άλλοτε ο καθεδρικός ναός στα χαλάσματα του οποίου χτίστηκε το σημερινό εξωκλήσι. 


Βυζάντιο, Τουρκοκρατία

Όπως ξέρουμε από την ιστορία, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός για να εξασφαλίσει τις συγκοινωνίες της αυτοκρατορίας αλλά και την ασφάλεια της γύρω περιοχής, είχε χτίσει φυλάκια στα Δερβένια (δημόσιους δρόμους που περνούσαν μέσα από περάσματα μέσα από τα βουνά). Τα φυλάκια αυτά ήταν αντικριστά για να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους όταν τύχαινε να διαταραχθεί η ασφάλεια της γύρω περιοχής. Η συνεννόηση γινόταν την μεν νύχτα με φωτιά, τη δε μέρα με καπνό από χορτάρι βρεγμένο. Έτσι ειδοποιούσαν τα αντικριστά φυλάκια που έτρεχαν και αυτά για βοήθεια και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα γιατί οι φύλακες ήταν έφιπποι. (Κάθε φυλάκιο στο ισόγειο του Πύργου διατηρούσε στάβλο για τα άλογα). Το Βυζαντινό Δερβένι κατά την παράδοση τόσο του χωριού όσο και των χωριών του Πωγωνίου όπως του χωριού Ποντικάτες ξεκινούσε από το Δυρράχιο και έφτανε ως τη Ναύπακτο. Ο ίδιος δρόμος διατηρήθηκε και από το Δεσποτάτο της Ηπείρου που το ίδρυσε ο Μιχαήλ Δούκας Κομνηνός το έτος 1204 όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, είχε δε για πρωτεύουσα την Άρτα.

Το Βυζαντινό Δερβένι ξεκινώντας από το Δυρράχιο περνούσε το Αργυρόκαστρο, τον αυχένα μεταξύ Αργυροχωρίου και ορεινού Μπιζανίου, την κοιλάδα Ποντικάτων οπού υπήρχε χάνι και λέγονταν χάνι Ξηρόβαλτου, δάσος Μπούνας, χάνι Δελβινάκι, λίμνη Ζεραβίνας, Παρακάλαμος, γεφύρι Γρίμπιανης, καλύβια Χρυσόρραχης, χασίλια Βλαχατάνου, Άγιος Μηνάς Βατατάδων, Θεοτόκος Λιγοψάς, πηγάδια Γαυρισιών, χάνι Ασφάκας, Λυκόστομο, Πέραμα, Ιωάννινα. 


Δημιουργία του χωριού

Κατά την παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού κατάγονταν από τα χωριά Σουπεκή Βορείου Ηπείρου και Δρυμάδες Πωγωνίου, που αναγκάστηκαν να φύγουν από τα χωριά τους, λόγω της ανασφάλειας που είχαν, γιατί βρίσκονταν μακριά από τα Δερβένια που είχαν Βυζαντινά φυλάκια και γι’ αυτό ρημαζόταν κυριολεκτικά σε ζώα και ρουχισμό από διάφορους ζωοκλέφτες και "πλιατσικολόγους".

Μια άλλη αιτία που ανάγκασε ορισμένους κατοίκους από τα παραπάνω χωριά να μετοικήσουν, ήταν και ο βαρύς χειμώνας που δεν ευνοεί ούτε την κτηνοτροφία, μα ούτε και την γεωργική καλλιέργεια και ως εκ τούτου μετατοπίστηκαν νοτιότερα για να βρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Σαν τέτοια περιοχή που εξασφάλιζε τους δύο απαραίτητους παράγοντες, ασφάλεια και έκταση κατάλληλη για καλλιέργεια και βοσκή, διάλεξαν την περιοχή που αναφέρεται σαν Τσιφλίκι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας του Μπέη Χατζή Αβδουλάχ. Άλλωστε αυτή ήταν προσοδοφόρα γιατί η υπόλοιπη ήταν δασώδης ακαλλιέργητη και ακατάλληλη για γεωργία και κτηνοτροφία και ως εκ τούτου άνηκε στο Τουρκικό δημόσιο.

Επίσης μια άλλη αιτία που οι πρώτοι κάτοικοι διάλεξαν σαν κατάλληλη περιοχή τη Θεοτόκο είναι ότι η περιοχή αυτή αφθονούσε σε πέτρα και πηλό καθώς και σε νερό, απαραίτητα υλικά για το χτίσιμο των κατοικιών.

Η περιοχή ήταν τα χρόνια εκείνα πλούσια και σε νερά. Η ρεματιά που σχηματίζεται ανάμεσα από το  Μεγαπλάι και τα υψώματα της Αγίας Παρασκευής και του  Αϊ Γιάννη, ακόμη και τους καλοκαιρινούς μήνες νεροκρατούσε σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που σε πολλές μεριές το βάθος του νερού έφτανε τους εβδομήντα-ογδόντα πόντους. Έτσι το πότισμα των ζώων δεν παρουσίαζε πρόβλημα, αλλά και όσον αφορά το πόσιμο νερό και αυτό ήταν άφθονο για τον μικρό τότε οικισμό. Το πηγάδι Κηπήγαδος και η βρύση του Έβελου ήταν ανεξάντλητες πηγές και τροφοδοτούσαν τη ρεματιά η οποία κρατούσε πάντοτε νερό στις "γούρνες", από τις οποίες μάλιστα πότιζαν και τα μικρά κηπάρια που είχαν μέσα στα χωράφια και τα είχαν σπαρμένα με ντομάτες, φασόλια, κολοκυθάκια κ.λ.π. Γι’ αυτό και η τοποθεσία πήρε το όνομα Κηπήγαδος.

Όλα τα παραπάνω προσόντα της περιοχής μαζί με το μεγαλύτερο που ήταν το Βυζαντινό Δερβένι με το φυλάκιο που εξασφάλιζε την ασφάλεια, έκανε τους πρώτους κατοίκους να κτίσουν το χωριό κοντά στη Θεοτόκο. 


Μετοίκηση

Το χωριό μετοίκησε στη σημερινή τοποθεσία κατά το έτος 1450. Αιτία της μεταφοράς ήταν οι επιδρομές των Αλβανών που άρχισαν από το 1350 και κράτησαν μέχρι και το 1431 οπότε κατέλαβαν τα Γιάννενα οι Τούρκοι στις 10 του Οκτώβρη. Οι επιδρομές των Αλβανών είχαν σαν αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Δεσποτάτου της Ηπείρου που απλώνονταν από το Δυρράχιο, έπιανε τη δυτική Στερεά Ελλάδα και έφτανε στη Ναύπακτο την οποία και κατείχε. Στην προσπάθεια όμως αυτή οι Αλβανοί φύλαρχοι δεν πέτυχαν τίποτε το σημαντικό γιατί δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν καμιά πόλη και ως εκ τούτου μόνο στην ύπαιθρο κυριάρχησαν την οποία ρήμαξαν κυριολεκτικά.

Στο διάβα τους όσα χωριά βρίσκονταν κοντά στα δερβένια τα "πλιατσικολογούσαν" και έκαναν, κατά τον ιστορικό Αραβαντινό "χίλιες δυο βιαιότητες: άρπαζαν το βιο τους, τα ζωντανά που έβρισκαν, τα οικιακά σκεύη του σπιτιού, τα τσαρούχια τους, καθώς και τις κάπες και τα τσαλαγάνια που φορούσαν". Το χειρότερο όμως όλων ήταν, ότι ατίμαζαν και γυναίκες ακόμα, αν τύχαινε να τις βρουν μονάχες στο σπίτι ή σε κανένα απόμερο χωράφι.

Για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή οι κάτοικοι έβαζαν φύλακα στο ψηλότερο σημείο της περιοχής και όταν έβλεπε από μακριά κανένα, φώναζε "μάστε τα ζωντανά" και εκείνοι που τον άκουγαν φώναζαν πάλι με τη σειρά τους. Έτσι μέσα σε λίγα λεπτά νέοι, γυναίκες, κορίτσια και ζωντανά εξαφανίζονταν σε απόκρυφα μέρη που ήταν δασωμένα και ιδιαίτερα στην σημερινή τοποθεσία του χωριού που ήταν τόσο δασωμένη ώστε υπήρχαν και αγριογούρουνα ακόμη. Στο χωριό έμεναν μόνο γέροι και γριές για να μην φανεί πως άδειασαν το χωριό σκόπιμα.

Με αυτόν το τρόπο αντιμετώπισαν οι κάτοικοι τα χρόνια εκείνα την παραπάνω κατάσταση έχοντας την ελπίδα πως μπόρα ήταν και θα περάσει. Όταν όμως τα Γιάννενα παραδόθηκαν στους Τούρκους χωρίς πόλεμο από το δεσπότη της Ηπείρου το Β’ οι κάτοικοι κατάλαβαν πως τα βάσανά τους θα συνεχιζόταν με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση παρά τα προνόμια που έδωσε ο σουλτάνος με "χάτι σερίφη", (σουλτανικό διάταγμα) γιατί οι Τούρκοι ήταν πιο βάρβαροι και πιο αιμοχαρείς, γι’ αυτό και πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν στην σημερινή τοποθεσία που ήταν μακριά από το Βυζαντινό Δερβένι και αθέατοι απ’ αυτό.

Το χωριό κτίσθηκε στη βορινή πλαγιά του Κρινταή που κοίταγε προς το  Μεσοβούνι. Το νέο χωριό κατά την παράδοση αποτελούσαν είκοσι με εικοσιπέντε οικογένειες. Σε μια προεξοχή του λόφου, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρχε μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, κι επειδή δεν έφτανε για τον εκκλησιασμό των κατοίκων έκτισαν νέο τρίκλιτο ναό  με χαγιάτι, όπου μετέφεραν και το νεκροταφείο. Η νέα εκκλησία αφιερώθηκε και πάλι στην Αγία Παρασκευή και για πολλά χρόνια χρησίμευε για καθεδρικός ναός μέχρις ότου χτίστηκε ο  Άγιος Νικόλαος, ο σημερινός καθεδρικός ναός.

Το χωριό είχε δρόμο καλντεριμωμένο που οδηγούσε στην εκκλησία και το καλντερίμι το θυμούνται οι παλιότεροι. Βρισκόταν δε στο σημείο που χαμηλώνει το Κρινταή και άρχιζε το ύψωμα  Μαντέμια. Ο δρόμος αυτός σώζεται και σήμερα με τη διαφορά που επιχωματώθηκε και εξαφανίστηκε το καλντερίμι. Αιτία της ίδρυσης του σημερινού καθεδρικού ναού ήταν η επέκταση του χωριού στη σημερινή τοποθεσία λόγω του ότι πλήθαινε το χωριό και από είκοσι ως εικοσιπέντε οικογένειες που είχε πρώτα, έφτασε στις εκατόν τριάντα με πληθυσμό εξακόσους πενήντα κατοίκους, και όπως καταλαβαίνουμε ήταν δύσκολο οι γέροι, οι γριές και τα παιδιά να εκκλησιαστούν στην Αγία Παρασκευή που τώρα ήταν μακριά γιατί κέντρο του χωριού ήταν η σημερινή πλατεία.

Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι το χωριό αναγκάστηκε να μετοικίσει, επειδή μια θανατηφόρα αρρώστια είχε θερίσει τους κάτοικους, και όσοι απ’ αυτούς γλίτωσαν εγκατέλειψαν το χωριό, το παλιοχώρι όπως το έλεγαν οι γέροντες, που βρισκόταν στη Θεοτόκο, για να ξεφύγουν από το θανατικό που είχε ριζωθεί σε αυτό.

Από τις δύο παραδόσεις, περισσότερο στέκει η πρώτη γιατί βρίσκεται πλησιέστερα στην ιστορική αλήθεια αν τη συγκρίνουμε με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως οι επιδρομές των Αλβανών για την κατάκτηση του Δεσποτάτου της Ηπείρου που το κατείχαν τότε οι Ιταλοί, αφού προηγούμενα είχαν καταλύσει το Βυζαντινό Δεσποτάτο.

Εξάλλου κατά την ίδια εποχή πολλά χωριά είχαν μετατοπιστεί μεταξύ των οποίων και η Ζίτσα, όπως αναφέρει η ιστορική και λαογραφική μονογραφία του Βασίλη Οικονόμου και το σύνθημα "μάστε τα γελάδια ή τα ζωντανά» που όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών χρησιμοποιούσαν γιατί και στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν στρατιωτικά αποσπάσματα από Τούρκους ή Αρβανίτες γύριζαν τα χωριά για την επιβολή της τάξης, άρπαζαν, ρήμαζαν, και ατίμαζαν σαν ανταμοιβή για την ...υπηρεσία αυτή!

Μια επιπλέον τρανή απόδειξη πως το χωριό βρισκόταν στη Θεοτόκο είναι και το πανηγύρι του χωριού που γίνεται το δεκαπενταύγουστο, που γιορτάζεται η κοίμηση της Θεοτόκου γιατί συνήθως τα χωριά πανηγυρίζουν όταν γιορτάζει ο πολιούχος Άγιος και πολιούχος ήταν η Θεοτόκος που ήταν καθεδρικός ναός, γιατί το χωριό όπως αναφέρεται παραπάνω βρισκόταν στη γύρω από το εξωκλήσι περιοχή και από συνήθεια εξακολουθεί και σήμερα, το πανηγύρι να γίνεται δεκαπενταύγουστο. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ετήσιος χορός Αδελφότητας Λιγοψάς - 2019